- κονδάπτω
- κονδάπτω (M)σκοντάφτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκονδάπτω με σίγηση τού αρκτικού σ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοντάφτω — και σκοντάβω και λόγ. τ. σκοντάπτω Ν 1. προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκουντουφλώ («σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει», Ερωτόκρ.) 2. συναντώ («να σκοντάβεις όλη μέρα πάνω σε διακονιαρέους και ψεύτες», Βάρν.) 3. δυσκολεύομαι,… … Dictionary of Greek